- εἱλίσσουσα
- ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)εἱλίσσωpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱλίσσουσ' — εἱλίσσουσα , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) εἱλίσσουσι , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἱλίσσουσι , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστήρας — ο (AM κλωστήρ) [κλώθω] μεγάλος κλώστης, μεγάλο αδράχτι αρχ. 1. κλωστή ή νηματόδεμα («ἄτρακτον εἱλίσσουσα χεροῑν, κλωστῆρα ποιοῡσα», Αριστοφ.) 2. μτφ. το νήμα τής τύχης … Dictionary of Greek